σκυταλισμός

σκυταλισμός
σκῠτᾰλ-ισμός, , the
A reign of club-law at Argos, D.S.15.57, Plu.2.814b, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.534B.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκυταλισμός — reign of club law masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκυταλισμός — ο, ΝΑ (στην αρχαιότητα) 1. ραβδισμός με σκυτάλη, ξυλοκόπημα ή ακόμη και θανάτωση με σκυτάλη («σκυταλισμὸς... ὅσος παρ ἑτέροις τῶν Ἑλλήνων οὐδέποτε γεγονέναι μνημονεύεται», Διόδ.) 2. η στάση που έγινε το 370 π.Χ. στο Άργος και ονομάστηκε έτσι από… …   Dictionary of Greek

  • σκυταλισμόν — σκυταλισμός reign of club law masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”